Ἔλαθ' — Ἔλατε , Ἔλατος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλα — (I) ἔλα (Α) «ἥλιος, αὐγή, καῡμα. Λάκωνες» (Ησύχ.). (II) (Μ ἔλα) 1. με προτρεπτική σημασία («έλα τώρα να δούμε τις λεπτομέρειες») 2. ως παρακελευσματικό μόριο («βασιλείς ελάτε, ελάτε και κτυπήσατε κι εδώ», Σολωμός) 3. με το που ως διηγηματικό… … Dictionary of Greek
άιντε — και άντε πληθ. αϊντέστε και αντέστε (επιφώνημα παρακελευσματικό) ας, έλα, ελάτε, εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγετε, προστακτ. τού ρήμ. άγω*] … Dictionary of Greek
άμε — (πληθ. άμετε και αμέτε πήγαινε, φύγε (πληθ. πηγαίνετε, φύγετε). [ΕΤΥΜΟΛ. Μόριο παρακελευσματικό, β΄ πρόσωπο ενικού και πληθυντικού (άμε, άμετε). Ετυμολογικά οι τ. άμε άμετε είναι ρηματικής προελεύσεως. Συγκεκριμένα το μόριο άμε προήλθε από την… … Dictionary of Greek
δεύτε — δεῡτε επίρρ. (AM) 1. εδώ, προς τα εδώ, εμπρός! (με προστ., «δεῡτε, λείπετε στέγας, ἐξέλθετε», Ευρ. Μήδ.) (με υποτ., «δεῡτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν καὶ κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν αὐτοῡ» ΠΔ. «δεῡτε... σήμερον τιμήσωμεν» εκκλ.) 2. ελάτε, προσέλθετε… … Dictionary of Greek
κοπιάζω — (Μ κοπιάζω) 1. καταβάλλω κόπο, μοχθώ, κουράζομαι («κόπιασε πολύ για να μεγαλώσει τα παιδιά της») 2. πηγαίνω κάπου νεοελλ. φρ. α) (η προστακτική φιλοφρονητικά) i) «κοπιάστε να φάμε» ελάτε να φάμε ii) «κόπιασε μέσα» πέρασε, έλα μέσα β) (η… … Dictionary of Greek
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek
σκορπίζω — ΝΑ, και σκροπίζω Ν 1. διαλύω ένα σύνολο στα μέρη που τό συγκροτούν και τά πετώ εδώ και εκεί, σκορπώ, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «να μάσω τα μπουλούκια μου που τά χω σκορπισμένα», δημ. τραγούδι β. «τοὺς δ ὄρνεις ἐπιστάντας τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ… … Dictionary of Greek
Κατράκης, Πότης — (Δαιμονιά Λακωνίας 1930 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στον Πειραιά, ενώ ασχολήθηκε και με την πολιτική. Το 1974 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και αντιπρόεδρος του… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε … Dictionary of Greek